αδιάλλαχτος
Смотреть что такое "αδιάλλαχτος" в других словарях:
αδιάλλακτος — αδιάλλακτος, η, ο και αδιάλλαχτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμβιβάζεται, ασυμφιλίωτος, ασυμβίβαστος: Υποστηρίζει απόψεις αδιάλλακτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φανατικός — ή, ό επίρρ. ά (λ. λατ.), αυτός που εμπνέεται ή παραφέρεται από φανατισμό (βλ. λ.), ο αφοσιωμένος τυφλά και με πάθος σε κάτι, αυτός που ενεργεί ή γίνεται με πάθος, άσπονδος, αδιάλλαχτος: Φανατικός φασίστας. – Φανατικός ζήλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)